προταριχεύω

προταριχεύω
προτᾰρῑχεύω,
A salt or pickle beforehand, Hdt.2.77.
II reduce a patient first by fasting, Hp.Acut.26.
III macerate chemicals beforehand, PHolm.17.7:—[voice] Pass., Zos.Alch.p.166 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …   Dictionary of Greek

  • προταριχεύσαντα — προταριχεύω salt aor part act neut nom/voc/acc pl προταριχεύω salt aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχευθέν — προταριχεύω salt aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεύειν — προταριχεύω salt pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεύοντες — προταριχεύω salt pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεύσαντες — προταριχεύω salt aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεία — ἡ, Α [προταριχεύω] προηγηθείσα ταρίχευση …   Dictionary of Greek

  • προταριχεύσας — προταριχεύσᾱς , προταριχεύω salt aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”